μεταλαβαίνω

μεταλαβαίνω
και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω]
1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ
νεοελλ.
1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον
2. καλώ με απεσταλμένο μου ιερέα για να κοινωνήσει ετοιμοθάνατο («ευτυχώς που προλάβαμε και τόν μεταλάβαμε»)
μσν.
1. (και μέσ.) μεταλαμβάνομαι
λαμβάνω την Αγία Μετάληψη
2. φρ. «μεταλαμβάνω πεῑραν» — αποκτώ εμπειρία, δοκιμάζω
μσν.-αρχ.
1. παίρνω μέρος από κάτι («ἀμεινόμενος μοίρας μεταλαμβάνει», Πλάτ.)
2. γεύομαι κάτι (α. «τῆς ληίης μεταλαμβάνει», Ηρόδ.
β. «μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει», ΚΔ)
αρχ.
1. (στον Πλάτωνα και στους πλατωνικούς φιλοσόφους) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάτι άλλο
2. λαμβάνω κάτι («μετέλαβε..., οὐδὲ διακοσίας ψήφους ὁ Σπεύσιππος», Ανδοκ.)
3. μοιράζομαι ή έχω μαζί με κάποιον κάτι, («καὶ ἤδη ἔργον σοῡ ἦν μεταλαβεῑν», Ξεν.)
4. κατηγορώ κάποιον ως ένοχο («ὡς ἐμοῡ τι κεκλοφότος ζητεῑς μεταλαβεῑν», Αριστοφ.)
5. πληροφορούμαι, παίρνω είδηση, μαθαίνω κάτι («μεταλαβών Άντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων», ΠΔ)
6. αντιλαμβάνομαι, νιώθω
7. παίρνω κάτι μετά από έναν άλλο
8. καταλαμβάνω θέση που εγκαταλείφθηκε από τον εχθρό
9. έρχομαι κατόπιν, επέρχομαι (ἅμα δὲ τῷ μεταλαβεῑν τὸ τῆς νυκτός», Πολ.)
10. παίρνω σε αντάλλαγμα, ανταλλάσσω κάτι με κάτι άλλο («ἄλλο γὰρ ὄνομα μετείληφεν ἀντὶ τῆς ἡδονής», Πλάτ.)
11. αποδέχομαι κάτι νέο στη θέση τού προηγουμένου
12. μεταφράζω σε άλλη γλώσσα
13. (μέσ.-παθ.) α) (με γεν.) διεκδικώ κάτι, εγείρω αξιώσεις για κάτι («τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῡ ὀνόματος Λυδοί», Ηρόδ.)
β) υφίσταμαι αλλαγή, μεταβάλλομαι
γ) (για τον λόγο) αλλοιώνομαι, έχω αλλοιωμένη σύνταξη
δ) (για τους χυμούς τού αίματος) μεταφέρομαι, μετατοπίζομαι
ε) διαστρέφω άσμα, πεζό ή προφορικό λόγο, παρωδώ
14. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μεταλαμβανόμενον
(λογ.) η πρόταση που μεταβάλλεται από υποθετική σε κατηγορική
15. εκλαμβάνω λέξεις με άλλη σημασία
16. φρ. α) «μεταλαμβάνω τὴν ἀρχήν» — διαδέχομαι στην εξουσία
β) «μεταλαμβάνω τὸν λόγον»
i) παίρνω τον λόγο μετά από άλλον ομιλητή
ii) αποκρίνομαι
γ) «μεταλαμβάνω παλτόν» — παίρνω άλλο ακόντιο
17. (η μτχ. μέσ. μέλλ. ως ουσ.) οἱ μεταληψόμενοι
οι διάδοχοι πάπ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταλαβαίνω — μεταλαβαίνω, μετάλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: μεταλαβαίνω : σπάνιοι οι λόγιοι τύποι μεταλαμβάνω, μετέλαβα (κατά το καταλαμβάνω, βλ. πίν. 165 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταλαβαίνω — μετάλαβα, κοινωνώ, παίρνω τη θεία μετάληψη: Μεταλαβαίνει κάθε Πάσχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνώ — άω (AM κοινωνῶ, έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ) έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω νεοελλ. μσν. 1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε») 2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη,… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνώ — και κοινωνάω κοινώνησα 1. μεταλαβαίνω: Είναι στα τελευταία του και κοινώνησε. 2. μεταλαβαίνω κάποιον: Έφεραν τον παπά και τον κοινώνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμετάλαβος — η, ο [μεταλαβαίνω] ο αμεταλάβητος …   Dictionary of Greek

  • αμεταλάβητος — η, ο [μεταλαβαίνω] αυτός που δεν μετέλαβε τών αχράντων μυστηρίων, αυτός που δεν κοινώνησε …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβασία — μεταλαβασία, ἡ (Μ) η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ασία] …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβιά — η η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”